- εξανακρούομαι
- ἐξανακρούομαι (Α)μέσ. υποχωρώ, αναχωρώ, «ανακρούω πρύμναν», οπισθοδρομώ (στη θάλασσα) («τῇσι δὲ λοιπῇσι [νηυσὶ] οἱ βάρβαροι ἐξανακρουσάμενοι... περιέπλεον», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξανακρουσάμενοι — ἐξανακρούομαι retreat from aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)